Ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου, οινοποιός, ξεκίνησε να παράγει κρασί από… ατύχημα, όπως λέει ο ίδιος. Ως ποδοσφαιριστής της Αναγέννησης Επανομής με την ΑΠΕΛ Λαγκαδά, υπέστη ρήξη μηνίσκου. Βλέποντας ότι δεν προλάβαινε λόγω του τραυματισμού του, να παρακολουθήσει τα μαθήματα για το Πολυτεχνείο και να γίνει πολιτικός μηχανικός όπως ονειρευόταν, έδωσε εξετάσεις και πέρασε στη Γεωπονική Σχολή. Ειδικεύτηκε στην οινοποιία και σήμερα τα κρασιά του ταξιδεύουν σχεδόν σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Σήμερα είναι ιδιοκτήτης του κτήματος Γεροβασιλείου και του κτήματος Βιβλία Χώρα.
Η Μαρέβα Γκραμπόφσκι με τη σειρά της έχτιζε την καριέρα στην Deutsche Bank. Δουλεύοντας στη γερμανική τράπεζα επί 16 χρόνια, αποφάσισε να κάνει μόδα την… τρέλα της για τη μόδα. Οι συζητήσεις με τη φίλη της Δήμητρα Κολοτούρα, σε ένα μπαλκόνι της Σύρου ήταν η αρχή. Η συνέχεια ήταν η Zeus+Dione. Και οι δύο έβλεπαν ότι δεν υπήρχε εκείνη τη στιγμή ελληνική εταιρεία στο χώρο της μόδας που να προβάλλει την ελληνική ταυτότητα και παράδοση. Από το 2012 έως και σήμερα, τα ρούχα τους προβάλλουν καμαρωτά πάνω σε κούκλες πενήντα καταστημάτων του πλανήτη. Από τα ελληνικά νησιά στο Ντουμπάι, στην Αμερική, στην Ιαπωνία, στο Λίβανο.
Κοινό τους χαρακτηριστικό εκτός από το πάθος τους για δουλειά είναι ότι -όπως λένε στο newsbeast.gr– έχουν πάθος γι’ αυτό που κάνουν και δουλεύουν πολύ για να το πετύχουν. Κι ένα ακόμα κοινό σημείο τους, ότι κατάφεραν να ανοιχτούν στο εξωτερικό, διαφημίζοντας την Ελλάδα μακριά από το… πρότυπο του Έλληνα που θέλουν να παρουσιάζουν κατά καιρούς τα μέσα ενημέρωσης της αλλοδαπής.
Ο Αποστολάκης, έδωσε χρήματα, συμμετέχοντας ως ιδιώτης επενδυτής στη γνωστή ηλεκτρονική πλατφόρμα, αναζήτησης ταξί. Μεταμορφώνοντας άρδην το τοπίο των μετακινήσεων και την ποιότητα των υπηρεσιών.
«To taxibeat κατάφερε να αλλάξει κατά πολύ τον τρόπο, με τον οποίο βρίσκει κάποιος ταξί. Παράλληλα ανέβασε κατακόρυφα τον πήχη των προσφερόμενων υπηρεσιών. Είναι απίστευτο ότι αυτή τη στιγμή 3.500 επαγγελματίες έχουν στο ενεργητικό τους εκατοντάδες αξιολογήσεις από τους χρήστες της υπηρεσίας. Αυτό τους κάνει να είναι πιο προσεκτικοί, αυξάνοντας τον ανταγωνισμό μεταξύ τους», λέει ο Απόστολος Αποστολάκης.
«Η ιδέα ανήκει στον ιδρυτή του taxibeat, Νίκο Δανδράκη. Ήρθε σ’ εμένα με μία κόλα χαρτί, στην οποία είχε στήσει ένα συγκεκριμένο επιχειρηματικό πλάνο και το παρουσίασε στο Open Fund. Ήμουν στην ιδρυτική ομάδα του Open Fund, το οποίο επιχορηγούσε αυτού του είδους τις πρωτοβουλίες. Η συγκεκριμένη ιδέα εντυπωσίασε όλα τα μέλη του Fund. Έτσι, αποφασίσαμε να χρηματοδοτήσουμε την κίνηση του Δρανδάκη, με το ποσό των 45.000 ευρώ. Η εφαρμογή άρχισε σύντομα να παρουσιάζει τα πρώτα θετικά δείγματα γραφής μετά τις πρώτες διαδρομές στην Αθήνα, παρά τις αμέτρητες κινητοποιήσεις και απεργίες στην πόλη εκείνο το χρονικό διάστημα. Πίστεψα τόσο στη δυναμική του taxibeat, όσο και στις ικανότητες του Νίκου Δρανδάκη. Αυτή τη στιγμή συμμετέχω επενδυτικά με ποσοστό της τάξεως του 15% ως ο μεγαλύτερος ιδιώτης επενδυτής, ενώ ακολούθησε ως θεσμικός επενδυτής η Humminbird, επενδύοντας 3.000.000 ευρώ, πριν από περίπου ένα χρόνο».
Τα βήματα στην περίπτωση του taxibeat έγιναν αργά αλλά σταθερά. Αφού κατέκτησε την ελληνική αγορά, πέρασε τον Ατλαντικό και έφτασε στο Περού και στη Βραζιλία, μετρώντας τις δυνάμεις του. Κι αυτό που λέει ο Απόστολος Αποστολάκης είναι ότι κάποιες φορές στις επιχειρήσεις πρέπει να μετράμε τις δυνάμεις μας, να αναδιπλωνόμαστε και να «χτυπάμε» αλλού.
«Το μυστικό της επιτυχίας είναι πως όταν βλέπουμε ότι κάτι δεν ‘πηγαίνει’ αλλάζουμε θέση και ανασυντασσόμαστε. Το λεγόμενο Pivot στη γλώσσα των startup επιχειρήσεων. Το πιο σημαντικό για κάποιον, ο οποίος ξεκινά μία νεοφυή επιχείρηση, είναι να διαβάσει πολύ και να ενημερωθεί για το αντικείμενό του και φυσικά να θέλει να δουλέψει πολύ.Με επιμονή και υπομονή. Άλλωστε, μία νέα επιχείρηση για να στηθεί και να προοδεύσει, χρειάζεται τουλάχιστον τρία χρόνια συστηματικής προσπάθειας», περιγράφει ο ίδιος.
«Κάναμε ένα βήμα και στη Βραζιλία, όπου η προσπάθεια πήγαινε αρκετά καλά. Ωστόσο, δύο ανταγωνιστές με τοπική ισχύ και καλύτερες προσβάσεις από εμάς, κατάφεραν να αντλήσουν κεφάλαια 50.000.000 ευρώ ο ένας και 10.000.000 ο άλλος. Επομένως δεν μπορούσαμε να τους ανταγωνιστούμε καθώς έπρεπε να προχωρήσουμε σε σημαντική επένδυση σε επίπεδο μάρκετινγκ. Έτσι, αποφασίσαμε να εστιάσουμε στο Περού και να να γίνουμε κερδοφόροι και στη συνέχεια να επεκταθούμε σε κάποια άλλη αγορά. Προς το παρόν δεν έχουμε κινηθεί ακόμα στην ευρωπαϊκή αγορά. Κι αυτό γιατί το πρόβλημα που καλούμαστε να λύσουμε είναι αυτό της ασφάλειας στις μετακινήσεις. Εντοπίσαμε ότι αυτό το πρόβλημα είναι πιο έντονο στις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Γι’ αυτό και προσφύγαμε εκεί, όπου θα μπορούσαμε να κάνουμε και τη μεγαλύτερη διαφορά», λέει ο ένας από τους ιδιοκτήτες του taxibeat.
«Αυτή τη στιγμή, έχουμε πάνω από 100.000 πελάτες στο Περού, οι οποίοι βρίσκουν ταξί μέσω της υπηρεσίας μας, ενώ ο αντίστοιχος αριθμός στην Ελλάδα, ξεπερνάει τις 150.000 το μήνα».
Ο Αποστολάκης εκτός από το taxibeat έχει επεκτείνει τη δράση του στο e-food -πλατφόρμα on line παραγγελιών φαγητού-, με πάνω από 10.000 παραγγελίες την ημέρα.
Μία ακόμα ηλεκτρονική επιχείρησή του είναι το doctoranytime, το οποίο βοήθησε περίπου 3.000 ασθενείς, μέχρι αυτή τη στιγμή, να βρουν γιατρό μέσω τις σχετικής πλατφόρμας.
«Οι εφαρμογές αυτές λειτουργούν προς το παρόν στην Ελλάδα, και εντός του 2015 το doctoranytime θα λειτουργήσει και στο εξωτερικό, ενώ το e-food πρόκειται να επεκταθεί και στην Κύπρο, όπου υπάρχει έντονη κινητικότητα στον τομέα της παραγγελίας φαγητού», εξηγεί ο ίδιος.
«Μία ακόμα εφαρμογή είναι το nannuka, το οποίο βοηθάει τους γονείς να εντοπίσουν όλους τους επαγγελματίες που σχετίζονται με τη φροντίδα του παιδιού τους. Aπό babysitter έως παιδοψυχολόγο. Υπάρχουν σκέψεις επέκτασης προς την Τουρκία για τη συγκεκριμένη πλατφόρμα, ενώ σε λειτουργία βρίσκεται και το e-table, μέσω του οποίου μπορεί ο χρήστης να κάνει κράτηση τραπεζιού στο εστιατόριο της αρεσκείας του με άμεση επιβεβαίωση της κράτησής του. Τέλος, το funkmartini, μέσω του οποίου ο χρήστης αναζητά και κλείνει υπηρεσίες σε κομμωτήρια ή spa. Κομβικό σημείο για τη λειτουργία των εφαρμογών αυτών είναι η ένταξη της διαδικασία αξιολόγησης, όπως συμβαίνει και με το taxibeat, γεγονός το οποίο προσφέρει διαφάνεια, αλλά και αναβαθμισμένο επίπεδο υπηρεσιών. Οι καλοί επαγγελματίες δεν έχουν να φοβηθούν την αξιολόγηση», τονίζει ο Απόστολος Αποστολάκης.
Στην περίπτωσή του, το περίγραμμα μιας επιχείρησης λειτουργεί βασισμένος σε καινοτόμες ιδέες. Ο επίδοξος επιχειρηματίας καταθέτει την ιδέα του σ’ εκείνον, κι εκείνος με τη σειρά του, ζυγίζοντας τις παραμέτρους, αποφασίζει εάν θα επενδύσει ή όχι.
Με εμπειρία 15 ετών στις ηλεκτρονικές επιχειρήσεις, ο Απόστολος Αποστολάκης, εξηγεί ότι αυτού του είδους οι επιχειρήσεις φαίνεται αν έχουν προοπτική εξέλιξης από τους πρώτους έξι μήνες. Στη συνέχεια, για να έρθουν αποτελέσματα και να είναι κερδοφόρα, χρειάζονται τουλάχιστον τρία χρόνια, και λίγο περισσότερο αν η επένδυση προχωρήσει και στο εξωτερικό.
Γεροβασιλείου: «Επιτυχία είναι ότι έκανα τους καλύτερους φίλους με ένα ποτήρι κρασί»
Ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου, είναι ο άνθρωπος που βρίσκεται μπροστά από τους αμπελώνες Γεροβασιλείου στην Επανομή της Θεσσαλονίκης. Το 1981 ξεκίνησε την προσπάθεια αναβίωσης του οικογενειακού αμπελώνα, εκμεταλλευόμενος το μοναδικό μικροκλίμα της περιοχής. Το 1998 δημιούργησε μαζί με τον επίσης οινολόγο, Βασίλη Τσακτσαρλή το Κτήμα Βιβλία Χώρα στους πρόποδες του Παγγαίου στο Κοκκινοχώρι Καβάλας, καλλιεργώντας βιολογικά σταφύλια και παράγοντας τα γνωστά σε όλους μας κρασιά.
«Ήθελα να φτιάξω κρασί που να μην… χαλάει!»
«Από… ατύχημα έδωσα πανελλαδικές και αντί για πολιτικός μηχανικός έβαλα στο μηχανογραφικό μου τη Γεωπονική για να περάσω κάπου σίγουρα. Κάθε αναποδιά βγαίνει σε καλό, όπως κατάλαβα αργότερα. Γι’ αυτό και λέω πάντα στους νεότερους: ‘μην σας τρομάζει αν δεν πετύχετε στο πανεπιστήμιο, θα πετύχετε αλλού’. Έτσι βρέθηκα μέσα στη γεωπονία. Και άρχισα να το ψάχνω λίγο περισσότερο, γιατί ως οικογένεια φτιάχναμε και λίγο κρασί που συνήθως χαλούσε. Ήθελα λοιπόν να φτιάξω το κρασί μου, ένα κρασί που να μην χαλάει πια. Δούλεψα στον Καναδά 23 χρόνια, ενώ ήταν μεγάλη η εμπειρία μου δίπλα στον εφοπλιστή Γιάννη Καρρά και στο περίφημο κτήμα του», λέει ο κύριος Γεροβασιλείου.
Αυτή τη στιγμή ο Γεροβασιλείου εξάγει σχεδόν σε όλη την Ευρώπη και σε πολλά μέρη του κόσμου. Στην Ισπανία, στην Ιταλία, στη Γαλλία, στην Αγγλία, στο Λουξεμβούργο, στη Γερμανία, στην Ολλανδία, αλλά και στις σκανδιναβικές χώρες. Το τελευταίο διάστημα επέκτεινε τις εξαγωγές του στη Βουλγαρία, στη Ρουμανία και στην Πολωνία.
«Υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για ελληνικά προϊόντα σε Βουλγαρία και Πολωνία, αλλά και στη Ρουμανία. Παρόλ’ αυτά δεν δραστηριοποιούμαστε μόνο στην Ευρώπη, αλλά και στην Αμερική, στον Καναδά και στη Βραζιλία. Τελευταία ανοίξαμε μπήκαμε και στην αγορά της Νότιας Κορέας, ενώ επίσης εξάγουμε στην Ιαπωνία, στο Ντουμπάι και στο Χονγκ-Κονγκ», λέει ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου στο newsbeast.gr.
Σήμερα το 35% της παραγωγής των αμπελώνων του Βαγγέλη Γεροβασιλείου, ταξιδεύει στο εξωτερικό.
«Οι εξαγωγές μας πλησιάζουν σε τζίρο τα 3.000.000 ευρώ ετησίως. Πρακτικά στο εξωτερικό πίνουν περίπου 3.000 άτομα την ημέρα το δικό μας κρασί. Έτσι, διαφημίζεται και η Ελλάδα σε 3.000 άτομα κάθε μέρα. Μην ξεχνάτε ότι το ελληνικό κρασί πίνεται στο τραπέζι και γίνεται συζήτηση γύρω από αυτό, αλλά και γύρω από την Ελλάδα».
Με αυτό τον τρόπο και όπως ο ίδιος υποστηρίζει, η χώρα μας βρίσκεται όχι μόνο στο επίκεντρο οικονομικοπολιτικών συζητήσεων, αλλά και συζητήσεων για τα τα ποιοτικά της προϊόντα.
«Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά δεν είναι εύκολο να τα αλλάξεις. Οι ελληνικές ποικιλίες έχουν μοναδικές και φρέσκες γεύσεις και γι’ αυτό αρέσουν. Ωστόσο δεν μπορούμε να έχουμε πολύ χαμηλές τιμές σε συνδυασμό με καλή ποιότητα. Είμαστε μία χώρα με μικρό κλήρο και μεγάλο κόστος παραγωγής. Τώρα πια όμως, όλοι οι παραγωγοί δουλεύουμε, προωθώντας τις ελληνικές ποικιλίες. Μας πήρε λίγο χρόνο αλλά το πετύχαμε. Δοκιμάζοντας στο πέρασμα του χρόνου τις ελληνικές ποικιλίες, οι ξένοι συνηθίζουν στο ελληνικό κρασί και επομένως κάνουν και νέες παραγγελίες. Άλλωστε το ποιοτικό κρασί έχει άνοδο στις πωλήσεις, σε αντίθεση με το φθηνό κρασί μαζικής παραγωγής, το οποίο παρουσιάζει πτώση».
Όπως λέει ο ίδιος είναι πολύ δύσκολο για μία χώρα όπως η Ελλάδα, να ανταγωνιστεί χώρες όπως η Χιλή και η Αργεντινή, οι οποίες έχουν μικρό κόστος παραγωγής.
Για να σταθεί στα πόδια της μία εταιρεία, όπως λέει, πρέπει να εξάγει από το 30% έως και το 50% της παραγωγής της. Μιλώντας για την εγχώρια αγορά αναφέρει ότι: «τα τελευταία χρόνια υποστήκαμε μία καθίζηση λόγω κρίσης. Στην Ελλάδα καταναλώνουμε πια περισσότερο κρασί στο σπίτι και όχι στο εστιατόριο. Παρατηρήθηκε όμως αύξηση της κατανάλωσης στα σούπερ μάρκετ, αλλά και λόγω των νεοεισερχόμενων vine bar. Τα vine bar διαθέτουν πολλές ποικιλίες κρασιών και μπορεί κάποιος να δοκιμάσει ό,τι θέλει. Επιπλέον, διαφημίζουν τους νέους παραγωγούς και τις νέες ποικιλίες με αποτέλεσμα να τις μαθαίνει ο κόσμος. Παρόλα αυτά η πτώση λόγω κρίσης δεν είναι τόσο μεγάλη στο κρασί, όσο σε άλλα προϊόντα. Το κρασί εξάλλου είναι συνδεδεμένο με το φαγητό του Έλληνα».
Ο Γεροβασιλείου διακρίθηκε ανάμεσα στους έξι καλύτερους οινολόγους του κόσμου -το περιoδικό Wein Gourmet τον κατατάσσει ανάμεσα στους έξι καλύτερους οινοπαραγωγούς του κόσμου- για το 2006, ενώ το οινοποιείο του διακρίνεται τα τελευταία πέντε χρόνια μεταξύ των εκατό καλύτερων του πλανήτη.
Στο ερώτημα τι είναι άλλο είναι αυτό που κάνει περιζήτητα τα ελληνικά κρασιά εκτός Ελλάδος απαντάει: «Μας βοηθάει πολύ η ελληνική εστίαση. Στην Αμερική, τα ελληνικά εστιατόρια της Νέας Υόρκης είναι τα καλύτερα. Εκεί εστιατόρια όπως ο MILOS, προωθούν και διαφημίζουν το ελληνικό κρασί. Προσφέρουν μεσογειακή διατροφή, η οποία είναι κατά 80% ελληνική και συνδυάζεται απόλυτα με το κρασί μας. Ιδιαίτερα οι Αμερικάνοι κουράστηκαν με το πρόχειρο φαγητό και ξεκίνησαν να δοκιμάζουν τα υγιεινά πιάτα. Ακολούθησε η έκρηξη του ποιοτικού ελληνικού κρασιού. Ήδη οι εξαγωγές μας στην Αμερική έχουν διπλασιαστεί το τελευταίο διάστημα. Φέτος στα 100 καλύτερα κρασιά του κόσμου βρίσκονται τρία ελληνικά και ένα από αυτά είναι δικό μας».
Η άνοδος του ελληνικού κρασιού έχει εξήγηση. Η οινοποιία από απλό μεράκι στην Ελλάδα, εξελίχθηκε σε επιστήμη.
«Τα τελευταία 30 χρόνια έχουν σπουδάσει πολλά παιδιά οινολογία. Είναι εκτός από επιστήμη και τέχνη. Πολλοί οινολόγοι σπούδασαν στο εξωτερικό, φέρνοντας την τεχνογνωσία τους στην Ελλάδα και παντρεύοντάς την με το κλίμα αλλά και τα ωραία μας αμπέλια, αναβάθμισαν την ποιότητα. Η έξαρση δεν είναι τυχαία. Κάναμε πολλά ποιοτικά βήματα».
Για τον ίδιο το σημείο κλειδί στη ζωή του ήταν το γεγονός ότι εργάστηκε στο Πόρτο Καρράς.
«Το διάσημο αυτό κτήμα ήταν κίνητρο για εμένα αλλά για τους υπόλοιπους παραγωγούς στην Ελλάδα να κάνουν το άλμα που έπρεπε για να φτιάξουν οινοποιία και αμπέλια. Από τη δεκαετία του ’80 ξεκινάει η αναγέννηση του ελληνικού κρασιού. Πολλά όμως οφείλουμε και στο Ινστιτούτο Οίνου και συγκεκριμένα στην κυρία Κουράκου. Εκείνη ήταν που βοήθησε πάρα πολύ και παρακίνησε τους παραγωγούς, καθιερώνοντας από πολύ νωρίς τις ονομασίες προέλευσης των ελληνικών κρασιών. Γι’ αυτό και δεν χάσαμε τις ονομασίες, όπως έγινε για παράδειγμα με τη φέτα ή το γιαούρτι, που σήμερα κυνηγούν να τις επανακτήσουν».
Οραματιστής και ευρύνους διοργανώνει πολιτιστικά δρώμενα στο μουσείο οίνου του κτήματος Γεροβασιλείου. Καλεσμένοι όπως ο Θεοδόσηςς Τάσιος, η Ελένη Αρβελέρ, ο Κώστας Βαρώτσος, ο Βασίλης Βασιλικός και πολλοί περνούν το κατώφλι του κτήματος Γεροβασιλείου. «Κρασί και πολιτισμός πάνε μαζί. Επιτυχία μου όμως είναι ότι έκανα τους καλύτερους φίλους, πίνοντας ένα ποτήρι κρασί», λέει τέλος ο οινοποιός.
Zeus+Dione: Μεταξύ Δία, Διώνης και… Αφροδίτης
Ήθελαν να φτιάξουν κάτι αμιγώς ελληνικό. Αναβιώνοντας την ξεχασμένη ελληνική παράδοση και την παραδομένη στη λήθη, ελληνική βιομηχανία μόδας.
Ψάχνοντας πώς θα ονομάσουν την επιχείρησή τους, ήθελαν ένα ελληνικό όνομα που ίσως θα είχε σχέση με τη μυθολογία και ίσως με τους αρχαίους Θεούς. Είχαν διάφορα ονόματα στο μυαλό τους. Κατέληξαν όμως στο Zeus+Dione. Eπέλεξαν το όνομα των δύο γονέων της Αφροδίτης. Ήθελαν να διαφέρουν ακόμα και σ’ αυτό, αποφεύγοντας μία τετριμμένη ονομασία.
«Δεν υπήρχε κάποια συγκεκριμένη ιδέα ούτε σχέδιο πριν ξεκινήσουμε. Όλο αυτό ξεκίνησε κάπως παρορμητικά. Καθόμαστε με τη Δήμητρα στη Σύρο στη βεράντα του σπιτιού της και συζητούσαμε για την κρίση. Στις αρχές του 2012. Μάλιστα διαβάζαμε ένα από τα πολλά αρνητικά δημοσιεύματα του ξένου τύπου εκείνων των ημερών. Έλεγε ότι οι Έλληνες είναι της ευκολίας και δεν τους αρέσει να δουλεύουν, βολεύονται στο Δημόσιο και όλα όσα κατά καιρούς λέγονται», θυμάται τα πρώτα βήματα η Μαρέβα Γκραμπόφσκι.
Εκείνη την εποχή η Δήμητρα έκανε δημόσιες σχέσεις για το BBC και διάφορα ξένα περιοδικά. Η Μαρέβα δούλευε από το 1996 στη Deutsche Bank.
«Στην κουβέντα λοιπόν, αποφασίσαμε να κάνουμε κάτι που θα είχε άμεση σχέση με την Ελλάδα. Το στοίχημά μας ήταν να δημιουργήσουμε μία ελληνική επωνυμία, αντί να καθόμαστε να ακούμε διαρκώς για ξένες εταιρείες. Και οι δύο συζητούσαμε πολλά χρόνια τώρα για τη μόδα ως φίλες. Μιλούσαμε για την ελληνική παράδοση και πώς οι Γάλλοι και οι ιταλοί σχεδιαστές την έχουν εκμεταλλευτεί δημιουργώντας μόδα από την Ελλάδα».
«Έτσι λοιπόν βάλαμε κάτω την ιδέα και την υλοποιήσαμε».
Όλα έγιναν εν μέσω κρίσης. Προηγήθηκε αναζήτηση και ένα συγκεκριμένο επιχειρηματικό σχέδιο. Ένα όνειρο και μία τρέλα, αν μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει έτσι το πάθος δύο γυναικών, όχι απλά για την ελληνική μόδα, αλλά για τη μόδα με ελληνική ταυτότητα.
«Αυτό που είδαμε πρώτ’ απ’ όλα ήταν το γεγονός ότι βρισκόμαστε μέσα στην κρίση. Τα πράγματα όταν ξεκινήσαμε ήταν πολύ χειρότερα σε σχέση με το σήμερα. Η κατάσταση ήταν ιδιαίτερα αρνητική. Αυτό που κάναμε λοιπόν τον πρώτο χρόνο, ήταν να φεύγουμε κάθε εβδομάδα για τρεις ημέρες σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Θέλαμε να δούμε τι μικροτεχνίτες και παραγωγοί υπάρχουν στην ελληνική επικράτεια. Βασική μας επιθυμία ήταν να σώσουμε τις μικρές αυτές πηγές της παράδοσης, που τείνουν να εξαφανιστούν».
«Αμέσως μετά ετοιμάσαμε το επιχειρηματικό μας πλάνο. Παράλληλα όμως, τον πρώτο χρόνο τουλάχιστον, είχαμε και τις άλλες μας δουλειές, και όλα συνέβαιναν ταυτόχρονα. Κλέβαμε χρόνο για να μπορούμε να τρέχουμε την ίδια στιγμή και το νέο μας εγχείρημα. Βέβαια μετά από περίπου έξι μήνες είδαμε ότι δεν γινόταν να κάνουμε και τα δύο μαζί. Κι έτσι αποφασίσαμε να αφιερωθούμε στη Zeus+Dione. Από την αρχή αποφασίσαμε να απευθυνθούμε στην αγορά του εξωτερικού. Κι αυτό γιατί προσφέραμε ένα προϊόν, το οποίο επειδή γίνεται στο χέρι, είναι ιδιαίτερα ακριβό. Στη Ελλάδα της κρίσης ένα είδος πολυτελείας, όπως το δικό μας προϊόν δεν θα μπορούσε να σταθεί», εξηγεί η Μαρέβα Γκραμπόφσκι.
Στόχος τους ήταν να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας στην Ελλάδα, πουλώντας παράλληλα τα προϊόντα τους στο εξωτερικό.
«Αυτό που βλέπαμε από την αρχή είναι ότι το ελληνικό στοιχείο στο εξωτερικό είναι αυτό που μπορεί να μας διαφοροποιήσει. Στην πραγματικότητα πουλάμε την ελληνική παράδοση, την οποία τη μεταφράζουμε σε κάτι πιο μοντέρνο, καθώς δεν θέλαμε να είναι και φορκλόρ. Υπήρχε μάλιστα ζήτηση για μία εταιρεία με ξεκάθαρο εθνικό αφήγημα, γεγονός που έδινε στο προϊόν μας προστιθέμενη αξία. Αυτός ήταν ένας ακόμα λόγος, για τον οποίο αποφασίσαμε να βγούμε προς τα έξω. Επιλογή μας ήταν να δημιουργήσουμε κάθετη παραγωγή. Να υφαίνουμε και να βάφουμε το ύφασμα. Αρχίσαμε από το Σουφλί, όπου έχει μία παράδοση στο μετάξι. Θέλαμε να αναβιώσουμε την παράδοση και να δώσουμε δουλειές σε βιοτέχνες που δραστηριοποιούνται στο μετάξι. Επιθυμία μας ήταν επίσης, να το διαφημίσουμε στο εξωτερικό. Ωστόσο η κλωστή δεν παράγεται στην Ελλάδα, καθότι έχει εξασθενίσει η παραγωγή μεταξιού. Αυτό που κυρίως μας ενδιαφέρει όμως, είναι να γίνεται η τελική παραγωγή στην Ελλάδα. Παρά το γεγονός ότι συγκρίναμε τις τιμές στην παραγωγή, σε αγορές όπως η Ιταλία ή η Τουρκία, επιλέξαμε να μείνουμε και να παράγουμε στην Ελλάδα. Στην Τουρκία φανταστείτε ότι η παραγωγή θα ήταν στο 1/3 της τιμής σε σχέση με την παραγωγή εδώ», συνεχίζει.
Εκείνη και η συνεταίρος της προσπάθησαν να βρουν και άλλες ιδιαιτερότητες, οι οποίες θα τις έκαναν διαφορετικές, Απευθύνθηκαν σε έναν παραγωγό μεταξωτού υφάσματος στο Σουφλί, τον Μουχταρίδη, ο οποίος κόντευε να κλείσει. Και για ‘κείνον σίγουρα τα πράγματα εξελίχθηκαν πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι περίμενε, βλέποντας τη δουλειά του να αυξάνεται κατακόρυφα.
«Αυτός ο άνθρωπος λέει συχνά ότι θα μας κάνει άγαλμα. Το μόνο που του λέω είναι: ‘Κώστα άσε το άγαλμα και κοίτα μόνο να έχεις έτοιμα στην ώρα τους τα πράγματα!’».
«Ένα ακόμα κομμάτι της δουλειάς μας είναι να διαθέτουμε μοναδικά υφάσματα με ιδιαίτερη σχεδιαστική προσέγγιση, με απλές λιτές, δωρικές γραμμές. Υφάσματα τα οποία θα έχουν τη δική μας επωνυμία και κάποιος θα μπορεί να τα αγοράζει και για προσωπική του χρήση, φτιάχνοντας ό,τι εκείνος επιθυμεί»
Τα ρούχα της Zeus+Dion βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε 50 καταστήματα σε όλο τον κόσμο. Στην Αμερική – σε πέντε πoλιτείες -, στη Γαλλία στο πολυκατάστημα Beau Marchais, σε πέντε πόλεις της Ιταλίας, στο Λονδίνο, στη Γενεύη και στη Βαρκελώνη. Επίσης μπορεί να τα βρει κανείς στη Σεούλ, στη Σανγκάη, στο Τόκιο, στο Ντουμπάι, στο Λίβανο και σε πολλά ελληνικά νησιά. Τέλος, σε παγκόσμιας εμβέλειας ηλεκτρονικά καταστήματα πώλησης ενδυμάτων και αξεσουάρ, όπως το net-a-porter και το matchesfashion.
Στο ερώτημα που θέλουν να φτάσουν, η Μαρέβα απαντά: «Το όνειρό μας είναι να δημιουργήσουμε μία εταιρεία παγκοσμίου επιπέδου. Μία εταιρεία, η οποία θα γίνει παγκόσμια φίρμα. Αυτό σημαίνει ότι θα μπορέσουμε να μπούμε στο χρηματιστήριο, προσελκύοντας ξένους επενδυτές αλλά και πολλά ακόμα πράγματα».
Εκτός από στοχευμένες κινήσεις όμως, οι συγκυρίες είχαν κι εκείνες το δικό τους μερίδιο επιτυχία. Η Γκραμπόφσκι γνώρισε την υπεύθυνη του matchesfashion σε ένα ταξίδι. Συναντήθηκε μαζί της σε ένα τραπέζι. Εκείνη εντυπωσιάστηκε από τα ρούχα που φορούσε η Γκραμπόφσκι κι έτσι ξεκίνησε η συνεργασία της Zeus+Dion με το matchesfashion, η οποία άνοιξε την πόρτα της Vogue, αλλά και πολλές ακόμα στη συνέχεια.
«Βλέπαμε ότι ο κόσμος έψαχνε κάτι το οποίο θα είχε στοιχεία της ελληνικής παράδοσης. Κάτι αυθεντικό. Η υπεύθυνη του μεγάλου εμπορικού κέντρου στο Παρίσι, του Beau Marchais, είπε όταν μας γνώρισε, πως το προϊόν μας είναι ‘Elegant και Bohemian Chic’. Στάθηκε στην ποιότητα των προϊόντων μας, τα οποία είναι φτιαγμένα στο χέρι, πολύ καλής ποιότητας, ενώ πίσω τους κρύβουν πολλές ώρες δουλειάς. Τους άρεσαν τα εμπνευσμένα σχέδια. Αλλά και το ότι προσπαθούσαμε να αναβιώσουμε την τοπική παραγωγή. Έβλεπαν σχεδόν με ρομαντισμό να αναπτύσσεται μία ελπιδοφόρα επιχείρηση στην Ελλάδα της κρίσης. Στην αρχή πολλοί αμφέβαλαν αν θα τα καταφέρουμε. Κάποιοι άλλοι έλεγαν ότι μπορεί να μην προχωρήσουμε για περισσότερες από μία σεζόν. Κι όλο αυτό γιατί οι Έλληνες έχουν τη φήμη ότι ξεκινούν κάτι και τα παρατάνε στη συνέχεια, μόλις συναντήσουν την πρώτη δυσκολία».
Όλα ξεκίνησαν με πάθος και τρέλα, όπως τονίζει
«Χρειάζεται τύχη βέβαια αλλά και πολύ δουλειά. Δουλεύουμε και στον ύπνο μας. Βάζω την κόρη μου για ύπνο, τρέχω στο σχολείο ξαναγυρίζω στο σπίτι, ταξιδεύω. Δεν υπάρχουν διακοπές. Δεν μας ενοχλεί όμως γιατί αγαπάμε αυτό που κάνουμε. Και όταν κάποιος είναι σίγουρος ότι έχει μια ιδέα, η οποία διαφοροποιείται επαρκώς και έχει ανταπόκριση σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον, δεν μπορεί παρά να πιστεύει ότι όλα θα πάνε καλά».
«Μεγάλος στόχος μας ήταν και παραμένει να δώσουμε και πάλι ζωή στη σηροτροφία (παραγωγή μεταξιού) και να βάλουμε στην άκρη αν γίνεται ακόμα και την Κίνα. Αυτή τη στιγμή γίνεται μία έρευνα για την ελληνική σηροτροφία με την εμπλοκή και του Hermes, αλλά και τη δική μας. Έχει πολύ ενδιαφέρον και μπορεί το Σουφλί να ξεκινήσει και πάλι να παράγει, δημιουργώντας κάποια χωριά, όπως αυτά που έστησαν ο Brunello Cucinelli ή ο Loro Piana, όπου θα μπορούν οι ντόπιοι να δουλεύουν και να αντλούν πόρους, ενώ παράλληλα θα υπάρχει και εκπαίδευση, αλλά και σχολεία όπου θα μπορούν να αφήνουν οι εργαζόμενοι τα παιδιά τους, πηγαίνοντας στη δουλειά».
Σε λίγο καιρό μάλιστα θα γίνει πραγματικότητα ένα μη κερδοσκοπικό ίδρυμα, το Zeus+Dione, όπου ένα κομμάτι από τις πωλήσεις της εταιρείας στο ίντερνετ θα διατίθεται σε αυτό, στηρίζοντας τις μεγάλες γυναίκες ή τους τεχνίτες, οι οποίοι με τη σειρά τους θα εκπαιδεύουν τους νεότερους ώστε να μην εκλείψει η τέχνη.
«Ας μην ξεχνάμε ότι μία εταιρεία που δε διαθέτει κοινωνική ευθύνη δεν μπορεί να επιβιώσει. Για να μπορούν να είναι ευχαριστημένοι και οι υπάλληλοί της», συμπληρώνει η Μαρέβα Γκραμπόφσκι.
Πηγή: newsbeast.gr